- ἐρευγματώδεα
- ἐρευγματώδηςcausing eructationneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἐρευγματώδηςcausing eructationmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερευγματώδης — ἐρευγματώδης, ες και ἐρευγμώδης, ες (Α) [έρευγμα] αυτός που προκαλεί ρέψιμο («κρέα... ἐρευγματώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek